χαλκίζω

χαλκίζω
ΜΑ [χαλκός]
λάμπω όπως ο χαλκός («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», Ευστ.)
αρχ.
1. ηχώ όπως ο χαλκός όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», Πολυδ.)
2. παίζω το παιχνίδι χαλκισμός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποχαλκίζω — Α 1. έχω την απόχρωση τού χαλκού 2. (μτβ.) ανταλλάσσω κάτι με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλκίζω (< χαλκός)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκισμός — ὁ, Α [χαλκίζω] είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • ὑπεχάλκισα — ὑπό χαλκίζω shine like brass aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”